υφάρμυρος

υφάρμυρος
-η, -ο
ο λίγο αρμυρός, ο αρμυρούτσικος, ο γλυφός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υφάλμυρος — η, ο/ ὑφάλμυρος, ον, ΝΜΑ, και υφάρμυρος, η, ο, Ν ο κάπως αλμυρός νεοελλ. ωκεαν. (για θαλάσσιο νερό) αυτός τού οποίου η αλατότητα κυμαίνεται μεταξύ 0,500/00 ώς 170/00. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἁλμυρός] …   Dictionary of Greek

  • υφαρμυρίζω — υφαρμύρισα, αμτβ., είμαι υφάρμυρος (βλ. λ.), έχω γεύση υφάρμυρη, γλυφίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”